Οι πρωτεΐνες Spike έχουν γίνει αντικείμενο έντονης συζήτησης τις τελευταίες εβδομάδες.
“Κάναμε ένα μεγάλο λάθος και δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα“, εξομολογήθηκε ο Καναδός ερευνητής εμβολίων Byram Bridle, για παράδειγμα, “δεν γνωρίζαμε ότι η ίδια η πρωτεΐνη spike είναι τοξίνη και είναι μια παθογόνος πρωτεΐνη”. Ο Bridle δέχτηκε αντιδράσεις γι’ αυτό, αλλά έλαβε και αρκετή υποστήριξη. “Η πρωτεΐνη SARS-CoV-2 spike είναι κυτταροτοξική, αυτό είναι γεγονός”, ανέφερε ο Robert Malone, ο εφευρέτης του εμβολίου mRNA.
The SARS-CoV-2 spike protein is cytotoxic. That is a fact. Who says so? Multiple peer reviewed references. The Salk Institute.
It is the responsibility of the vaccine developers to demonstrate that their expressed version is not toxic.
Show us.https://t.co/bDon9aqAu4— Robert W Malone, MD (@RWMaloneMD) June 21, 2021
Τώρα, μια άλλη μελέτη, που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομότιμους, είναι πιθανό να τροφοδοτήσει τη συζήτηση σε τεράστιο βαθμό. Ο τίτλος: “Ο εμβολιασμός κατά της Covid-19 αυξάνει τη θνησιμότητα σε ανεμβολίαστα παιδιά στην Ευρώπη – COVID19 vaccination increasesmortality of unvaccinated European children”.
Ο Hervé Seligmann, ο οποίος διεξάγει έρευνα στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καρλσρούης, ανέλυσε ανεμβολίαστα παιδιά ηλικίας 0 έως 14 ετών από 22 ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου του τρέχοντος έτους. Αναφέρεται στο “Ourworldindata” για τον αριθμό των εμβολιασμών που έγιναν στο σύνολο του πληθυσμού και στο “Euromomo” για τη συνολική εβδομαδιαία θνησιμότητα.
Ένα από τα βασικά ευρήματά του: “Οι έμμεσες επιδράσεις του εμβολίου Covid 19, πιθανώς μέσω της αποβολής από το εμβόλιο πρωτεϊνών Spike ή/και άλλων μορίων, αυξάνουν την ολική θνησιμότητα στους μη εμβολιασμένους -ιδιαίτερα στην πρώιμη φάση, όταν ο εμβολιασμός έχει δυσμενείς επιδράσεις στους εμβολιασμένους”. Η “απόρριψη/αποβολή εμβολίων” αναφέρεται στη μεταφορά πρωτεϊνών ή συνοδευτικών ουσιών από εμβολιασμένα σε μη εμβολιασμένα άτομα μέσω της απέκκρισης υγρών όπως η βλέννα (μέσω του βήχα ή ακόμη και της φυσιολογικής αναπνοής) ή ακόμη και του μητρικού γάλακτος.
Προφανώς και αυτό το γνωρίζουν καλά οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα αυτή της Γερμανίας (μεγαλύτερος παρασκευαστής αντι-covid “εμβολίων”, μεγαλύτερος χρηματοδότης του ΠΟΥ) και εισήγαγαν στον, πρόσφατα ανανεωμένο, νόμο “για την καταπολέμηση των λοιμώξεων” την παράγραφο 21 που ορίζει ότι:
Σε περίπτωση εμβολιασμού που προβλέπεται από το νόμο, εμβολιασμού που απαιτείται βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου, εμβολιασμού που συνιστάται στο ευρύ κοινό από την ανώτατη υγειονομική αρχή του ομόσπονδου κράτους ή εμβολιασμού σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 του νόμου περί στρατιωτών (Soldatengesetz), μπορούν να χρησιμοποιούνται εμβόλια που περιέχουν μικροοργανισμούς οι οποίοι μπορούν να αποβληθούν από τον εμβολιαζόμενο και να απορροφηθούν από άλλους. Το βασικό συνταγματικό δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα (άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόταση 1 του βασικού νόμου) περιορίζεται εν προκειμένω.
Τα στοιχεία του Seligmann δείχνουν αύξηση της θνησιμότητας κατά τις εβδομάδες μετά τον “εμβολιασμό” στην Ευρώπη.
Οι παρενέργειες αρχίζουν τρεις έως τέσσερις εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό
“Ειδικά τα παιδιά εμφανίζουν ανεπιθύμητες παρενέργειες από τα εμβόλια”, γράφει ο Seligmann. Ιδιαίτερα ανησυχητικό, λέει, είναι ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες φαίνεται να αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα η αποβολή εμβολίου να επηρεάζει και μη εμβολιασμένους ενήλικες όλων των ηλικιών.
Ένα τραγικό παράδειγμα είναι ο θάνατος ενός μωρού πέντε μηνών στις ΗΠΑ, το οποίο πέθανε μέσα σε δύο ημέρες αφότου η μητέρα του εμβολιάστηκε με το εμβόλιο της Biontech/Pfizer. Η μητέρα εμβολιάστηκε στις 17 Μαρτίου και την επόμενη ημέρα το μωρό κοκκίνισε, ανέβασε πυρετό, δεν μπορούσε να φάει και δεν σταμάτησε να κλαίει. Στο νοσοκομείο, οι γιατροί διαπίστωσαν υψηλά επίπεδα ενζύμων στο συκώτι – σημάδι δηλητηρίασης.
Το μωρό πέθανε μέσα σε δύο ημέρες. Σύμφωνα με το αμερικανικό σύστημα αναφοράς ανεπιθύμητων συμβάντων (VAERS), δεν υπήρχε άλλος λόγος για το θάνατο του μωρού εκτός από την έμμεση επίδραση του “εμβολίου”, η οποία καταγράφεται στο σύστημα VAERS με τον αριθμό συμβάντος 1166062-1.
“Μεταξύ των ατόμων κάτω των 15 ετών που δεν έχουν εμβολιαστεί, οι ανεπιθύμητες ενέργειες αρχίζουν τρεις έως τέσσερις εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό και αυξάνονται σταδιακά μέχρι το τέλος της περιόδου που μελετήθηκε, 20 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό”, παρατήρησε ο Seligmann. Στο επίπεδο του συνολικού πληθυσμού των παιδιών κάτω των 15 ετών στις 22 χώρες που μελετήθηκαν, ο εμβολιασμός του 1% των ενηλίκων οδηγεί σε αύξηση του μέσου εβδομαδιαίου ποσοστού θανάτου των ανεμβολίαστων παιδιών κατά 8%.
Συγκρίνοντας την υγεία των ανεμβολίαστων παιδιών με γονείς που δεν έχουν εμβολιαστεί καθόλου ή έχει μόνο ο ένας ή και οι δύο γονείς, είναι δυνατόν να εξεταστεί κατά πόσο η “αποβολή” του εμβολίου (Vaccine Shedding) είναι υπεύθυνη για τις έμμεσες επιδράσεις του εμβολίου που επηρεάζουν τα ανεμβολίαστα παιδιά, δήλωσε ο Seligmann.
Αναμένονται αρνητικές επιπτώσεις μακροπρόθεσμα για όλες τις ηλικιακές ομάδες
Ελλείψει επαρκών αναλύσεων – τα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των παιδιών είναι πολύ χαμηλά – οι αυξήσεις των θανάτων που σχετίζονται με τα εμβόλια περνούν σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητες, επισημαίνει ο επιστήμονας. Μια εβδομαδιαία αύξηση του εμβολιασμού κατά δύο τοις εκατό θα σήμαινε 58 επιπλέον θανάτους μεταξύ 60 εκατομμυρίων παιδιών κάτω των 15 ετών. Εάν το αποτέλεσμα αυτό προεκτιμηθεί σε 100 τοις εκατό εμβολιαστική κάλυψη, αυτό θα σήμαινε πέντε θανάτους ανά 100.000 παιδιά λόγω έμμεσων παρενεργειών των εμβολιασμών.
“Αυτές οι επιπτώσεις είναι πιθανό να περάσουν απαρατήρητες σε έναν μεγάλο πληθυσμό που εκτείνεται σε μια ολόκληρη ήπειρο”, πιστεύει ο Seligmann. Οι άμεσες συνέπειες του εμβολιασμού είναι πιθανό να είναι πιο αισθητές ακόμη και χωρίς επαρκείς αιτιολογήσεις και ανάλυση δεδομένων.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης αναφέρονται μόνο στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις των εμβολιασμών. Οι μακροχρόνιες συνέπειες που οφείλονται στην αύξηση των ποσοστών αυτοάνοσων νοσημάτων, καρκίνων κ.λπ. που προκαλούνται από τα εμβόλια δεν αποτελούν, σύμφωνα με τον Seligmann, αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Παρόλα αυτά, τις θεωρεί πιθανές – και για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Αναδημοσίευση από: